Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Έτσι τελειώνουν τα όμορφα πράγματα. Σαν τη ζέστη, Το κλάμα και το ζεστό ψωμί.
Προβληματίζομαι εγώ, με ρωτάει και η νύχτα... «Γιατί κοιμούνται όλοι νωρίς αφού ξυπνάνε κουρασμένοι;»
Αν είναι η περιέργεια μου που τα έκανε όλα αυτά, αύριο πρωί πρωί θα την στήσω στον τοίχο. Πρέπει να συνηθίσει να πάψει να ρωτά, αν θα φύγεις πάλι άνοιξη ή αν θα φύγεις καλοκαίρι.
Αν νομίζεις πως θα ήμαστε κοντά σε θάλασσα και μια φορά θα πάμε για ψάρι σε γελάσανε. Καιρό προσπαθώ λέπια να βγάλω και υδρόβιο να γίνω ον. (Το πόσο θες κάτι άλλο να γίνεις, μόνο η θάλασσα θα στο πει).
Δεν πετάω το τσιγάρο αν δεν σβήσει από μόνο του, γιατί θα ναι λες και άνοιξα μια πόρτα στο θάνατο μα τον άφησα να φύγει από άλλη.
Μηνιαία έξοδα: καλλυντικά, κομμωτήρια και κρέμες προσώπου. Μηνιαία έσοδα: μελαγχολία, μιζέρια και μοναξιά
Ψάχνω… Στων λεωφόρων τα στενά και στης αγάπης την απάτη. Επίμονα ψάχνω... Μα μια ζωή μονάχα ακούω για το πώς αυτό που ψάχνω μοιάζει.
Αφού συγκρίνεις τη νύχτα με το σκοτάδι και τον έρωτα με την αγάπη, κοντοστάσου λίγο - στοχάσου - παιχνίδι στο σταυρόλεξο είναι: «βρες τη διαφορά».
Ανοίγω τα χέρια μου να αγκαλιάσω το χειμώνα στο παγκάκι. Όπως κάθε που ήμουνα πλάι σου, άνοιγα το παράθυρο ν’ αρπάξω την Αγάπη. Θυμάμαι μόνο σπασμένα πράγματα: καρδιές, μπρελόκ, κλειδαρότρυπες, χάδια... Κοιτώ κυρίως αδιαίρετα πράγματα... ψυχές, όνειρα, υποσχέσεις, μάτια... Μέχρι να φτάσω στο σταθμό, αδιάκοπα με απασχολεί αυτό το ένα πηλίκο: - ψυχή δια καρδιά, όνειρα δια μπρελόκ κλειδαρότρυπα δια μάτια - Και έτσι είναι που μια ζωή ...χάνω το τρένο.
Δεν υπάρχει πια δικαιολογία για ότι κάναμε. Δεν είναι η αγάπη ψωμί να τ’ αγοράζεις φρέσκο κάθε μέρα.
Έχει μαζέψει το χιόνι του κόσμου τα προβλήματα, και τα χει αφήσει έξω απ την πόρτα μου.
Λίγα τελικά πράγματα δεν πεθαίνουν με το χρόνο - ούτε καν με τη ζέστη του καλοκαιριού - που είναι πάντα αφόρητη και μόνοι ξαπλώνουμε τα βράδια. Κανείς να μην μας ακουμπάει, να μην μας αγγίζει… κανείς.
Μαζεύω κόλλες, βιβλία, γράμματα... Αν και προτιμώ μινιατούρες μπιμπελό: αεροπλανάκια, τρενάκια, βαρκούλες, κανό, να χω λιμάνι στο σπίτι μου μέσα, αεροδρόμιο δικό μου και σιδηροδρομικό σταθμό.
Κουραστικό όσο κανένα το δρομολόγιο, του πήγαινε έλα στον εαυτό σου....

Ωρα κατω απ το νερο

Άλλοτε δεν υπάρχει ίχνος φωτιάς στο σπίτι, και άλλοτε βρίσκονται μαζεμένοι πέντε, δέκα αναπτήρες. Ο ύπνος σου βαρύς, σαν το τσιγάρο που μόλις έστριψες, μα ακόμα δεν κατάλαβα πως έφυγες το βράδυ. Βολική όμως να ήξερες πόσο μου στάθηκε η φυγή σου, ευκολότερα αφού μάσαγα στίχους μες την απώλειά σου. Που γράφτηκαν ημιτελείς, στην αύρα του κορμιού σου αν και ακόμα εκκρεμούν φιλιά, αγκαλιές, και το πλατύ Αντίο.
μην προσπαθεις τοσο πολυ η ασπρη μερα που θα ρθει θα ναι γεματη χιονι και μην κουραζεσαι πια πολυ οι μερες σου ολες ασπρες όλες οι μερες χιονι
με έχεις κανει να περπατω στα σκοτεινα σημασια να μην δινω στην αγαπη
είναι μια απο εκείνες τις ημέρες που οτι και να κανω εχει ζεστη και πρεπει να αποδειξω πως μπορω να σταθω εστω στο ενα μου ποδι εστω στο αριστερο
... αν τα προβληματα σου ειναι πολλα δωσε μου να λυσω εστω και ενα
χιλιοι και δυο τροποι υπαρχουν να αγαπας μα απ αυτους δεν εμαθες κανενα
Δεν καταλαβαινω πως ολα προλαβαινουν να συμβουν μεσα στο γελιο και το κλαμα σου
Ό,τι μπορεί να κάνει ένα αγόρι με ένα κορίτσι το έκανε ο Χριστός με όλο τον κόσμο.
Πάνω που πίστευα πως είχες τελειώσει – αρχίνησες, μα την καλή μου διάθεση δεν είχα ετοιμάσει, μια σούπα ζεστή να σου φτιάξει (τις τσάντες απ’ τους ώμους να σου πάρει) και με ευλάβεια απ’ τη ζωή μου να σου δείξει πως να βγεις.
Συντηρούμαι για σένα χρόνια κάτω από πάγους και διατηρούμαι για σένα στα πιο βαθιά κρύα νερά πού κοιμάμαι και ξυπνάω δε ρωτάς και έχω παγώσει τόσα χρόνια για σένα απ’ την κορφή ως τα νύχια ολοκληρωτικά.
«Άμυνα ή επίθεση παίζετε»; ρώτησε ο προπονητής. «Τι να σας πω», αποκρίθηκα, «νόμιζα πως και τα δυο είναι το ίδιο πράγμα». Άρα... ποτέ δεν έπαιξα κανένα απ τα δυο.
Ξέχασες τη σκιά σου και αν θες περνάω, να την αφήσω έξω απ την πόρτα

Ολες οι μερες χιονι

Τις στιγμές που με ονειρεύεται η αγάπη, γυρνάει πλευρό στο κρεβάτι.
7) Χωρίς να γνωρίζεις, γνωρίζω εγώ και άντε μετά να καταλάβεις πως σε κοιτάζω
6) Δεν σε μίσησα, Σε νοστάλγησα μονάχα. Με το ένα μου δάχτυλο, Το μικρό...
5) Κάτι δεν μ΄ αρέσει στα χέρια σου απόψε. Τα έξω μας απλά, σαν να μιλάμε για την Αθήνα τα βράδια. Για τα μέσα μας, μια άλλη φορά, στις επόμενες ζωές μας, όπως πάντα. Θα ΄ρθουν καλύτερες μέρες. Αν ξεχάσεις, θα ΄ρθουν. Ξέχασε.
Μόνες παρουσίες δίπλα μου τα βράδια, σκιές, που μιλάνε για σένα. - Θυμάσαι; - Πώς να μην θυμάμαι. μοιάζεις με κάτι που μου πέσε απ την τσέπη το απόγευμα, μ’ ότι πατάω τα βράδια στις λεωφόρους -θυμάσαι; Πανσέληνος ήταν μα βλέπαμε όλοι το ίδιο φεγγάρι; Στο σκοτάδι... τα πάντα είναι απαλότερα.
Παρεκτράπηκα απόψε και είπα να υπάρξω. Ο αέρας θα το ΄λεγε Η μια απελπισία πάνω στην άλλη. Μα έχω μαζέψει σ΄ ένα καλαθάκι μαζί τα πράγματά σου, γιατί παρεκτρέπομαι απόψε και λέω να υπάρξω. Θα σου φέρω χάδια πολλά απ’ την αγορά, γιατί είσαι άνεργος και πρέπει να ζήσεις.
2) Δεν μ’ αρέσει που είσαι ανοιχτός και φυσάει. Δεν μ΄αρέσει που διαρκείς, ξύπνησαν όλοι. όλο χωράς, μετρίεσαι, ανήκεις... Μ΄αρέσει που εξατμίζεσαι. Μένω μόνη.

Ενας λογος να αγαπησεις τη νυχτα

που με κάνει να καρφώνω τα μάτια στην αλήθεια την ξαπλωμένη μες στον απόηχο της σιωπής σου. Και είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της λύπης που χαμογελά και μυρίζει όπως τα κρίνα, αφήνοντας την πόλη να αγαπιέται εν αγνοία της. Και σαστίζεις... σαν σου φανερωθεί ι καρδιά της ομορφιάς μου και πασχίζεις να ζήσεις. Μα είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της απουσίας που αγγίζει κακομαθημένα σαν κύμα, και εκείνο ακριβώς το είδος της σκιάς που φεύγει κρυφά στις μύτες των ποδιών της...